- επορκιστής
- ἐπορκιστής, ὁ (Α)εξορκιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπορκιστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορκισταί — ἐπορκιστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορκιστῶν — ἐπορκιστής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπορκιστάς — ἐπορκιστά̱ς , ἐπορκιστής masc acc pl ἐπορκιστά̱ς , ἐπορκιστής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)